- ολόκαυτος
- και ολόκαυστος, -η, -ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, -ον)αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκεαρχ.αυτός που φλέγεται, που καίγεται.επίρρ...ὁλοκαύτως (Α)με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -καυτός / -καυστος (< καυτός / καυστός < καίω), πρβλ. ημί-καυτος / ημί-καυστος, νεό-καυτος / νεό-καυστος].
Dictionary of Greek. 2013.