ολόκαυτος

ολόκαυτος
και ολόκαυστος, -η, -ο (Α ολόκαυτος και ολόκαυστος, -ον)
αυτός που κάηκε ολόκληρος, που αποτεφρώθηκε
αρχ.
αυτός που φλέγεται, που καίγεται.
επίρρ...
ὁλοκαύτως (Α)
με ολόκαυτο τρόπο, με τέλεια καύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -καυτός / -καυστος (< καυτός / καυστός < καίω), πρβλ. ημί-καυτος / ημί-καυστος, νεό-καυτος / νεό-καυστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὁλόκαυτος — burnt whole masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτως — ὁλόκαυτος burnt whole adverbial ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc pl (doric) ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόκαυτον — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc sg ὁλόκαυτος burnt whole neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτοις — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτου — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut gen sg ὁλοκαυτόω bring a burnt offering pres imperat act 2nd sg ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτους — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem acc pl ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτων — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut gen pl ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ὁλοκαυτόω bring a burnt offering imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοκαύτῳ — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόκαυτα — ὁλόκαυτος burnt whole neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλόκαυτοι — ὁλόκαυτος burnt whole masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”